Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
platonic
01
πλατωνικός, σχετικός με τον Πλάτωνα
of or relating to or characteristic of Plato or his philosophy
Παραδείγματα
They shared a platonic friendship built on mutual respect and understanding.
Μοιράστηκαν μια πλατωνική φιλία χτισμένη σε αμοιβαίο σεβασμό και κατανόηση.
Despite their close bond, their relationship remained strictly platonic.
Παρά τον στενό δεσμό τους, η σχέση τους παρέμεινε αυστηρά πλατωνική.
Λεξικό Δέντρο
platonic
platon



























