Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Plastic bag
01
πλαστική σακούλα, σακούλα πλαστικού
a container that is made of a thin layer of plastic, often used to store or transport various products such as food, clothing, etc.
Παραδείγματα
She carried her groceries home in a plastic bag.
Μετέφερε τα ψώνια της στο σπίτι σε μια πλαστική σακούλα.
He tied the plastic bag tightly to keep the food fresh.
Δέσε σφιχτά την πλαστική σακούλα για να διατηρήσει το φαγητό φρέσκο.



























