Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Placket
01
άνοιγμα, ενισχυμένη σχισμή
an opening or slit in a garment, often reinforced with fabric, used for fastening or accessing a pocket
Παραδείγματα
The shirt 's placket features a row of buttons for closure.
Το πλακέ του πουκάμισου διαθέτει μια σειρά από κουμπιά για κλείσιμο.
She adjusted the placket on her dress to ensure a smooth fit.
Προσάρμοσε το άνοιγμα στο φόρεμά της για να εξασφαλίσει μια ομαλή εφαρμογή.



























