LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pimple
/pˈɪmpəl/
/ˈpɪmpəɫ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pimple"
Pimple
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
σπυρί
a small red swelling on the skin, especially on the face
hickey
zit
Παράδειγμα
Some
people
may
come out in
pimples
or
acne
as
a
side effect
of
certain
medications
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App