Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pigeon pea
01
αρακάς περιστεριού, φασόλι καγιάνους
a legume with edible seeds, commonly used in various culinary dishes, known for its mild flavor and nutritional valuet
Παραδείγματα
As he explored the local market, he discovered a bag of pigeon pea snacks.
Καθώς εξερευνούσε την τοπική αγορά, ανακάλυψε ένα σακουλάκι με σνακ από αρακά.
She added boiled pigeon peas to her favorite salad, enjoying their nutty flavor and the contrasting textures they brought to the dish.
Πρόσθεσε βραστά φασόλια πιπεριάς στο αγαπημένο της σαλάτα, απολαμβάνοντας τη γεύση τους που θυμίζει ξηρούς καρπούς και τις αντιθετικές υφές που έφεραν στο πιάτο.



























