Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Persiflage
01
περσιφλάζ
a light-hearted and playful exchange of banter or conversation
Παραδείγματα
At the dinner party, the guests engaged in delightful persiflage, sharing witty remarks and humorous anecdotes.
Στο δείπνο, οι επισκέπτες συμμετείχαν σε ένα απολαυστικό περσιφλάζ, μοιράζοντας πνευματώδη σχόλια και χιουμοριστικές ανέκδοτες.
Despite the serious topic, their discussion was infused with persiflage, keeping the atmosphere lively and jovial.
Παρά το σοβαρό θέμα, η συζήτησή τους ήταν διαποτισμένη με περσιφλάζ, διατηρώντας την ατμόσφαιρα ζωντανή και χαρούμενη.



























