LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Permissive waste
/pəmˈɪsɪv wˈeɪst/
/pɚmˈɪsɪv wˈeɪst/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "permissive waste"
Permissive waste
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(law) reduction in the value of an estate caused by act or neglect
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
permissive
permissions editor
permission
permissibly
permissible
permissively
permissiveness
permit
permutability
permutable
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App