Permissive
volume
British pronunciation/pəmˈɪsɪv/
American pronunciation/pɝˈmɪsɪv/

Ορισμός και Σημασία του "permissive"

permissive
01

granting or inclined or able to grant permission; not strict in discipline

02

not preventive

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store