LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Perfusion
/pəfjˈuːʒən/
/pɝfˈjuzən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "perfusion"
Perfusion
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
pumping a liquid into an organ or tissue (especially by way of blood vessels)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
perfuse
perfunctory
perfunctorily
perfumery
perfumer
pergamum
pergola
perhaps
periactin
perianal
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App