Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pensively
01
σκεπτικά, μελαγχολικά
in a way that shows deep or serious thought, often with a touch of sadness or reflection
Παραδείγματα
He gazed pensively at the fading light over the hills.
Κοίταξε σκεπτικά το σβήνον φως πάνω από τους λόφους.
She stirred her coffee pensively, lost in thought.
Ανακάτεψε τον καφέ της σκεπτικά, χαμένη στις σκέψεις της.
Λεξικό Δέντρο
pensively
pensive



























