Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Penny pincher
01
τσιγκούνης, φιλάργυρος
a person who shows unwillingness to spend much money
Παραδείγματα
He 's known in the office as a penny pincher, always finding ways to cut costs.
Είναι γνωστός στο γραφείο ως τσιγκούνης, πάντα βρίσκει τρόπους να μειώσει το κόστος.
His extreme penny-pinching habits make him seem stingy and unwilling to help others.
Οι ακραίες συνήθειες τσιγκούνη του τον κάνουν να φαίνεται τσιγκούνης και απρόθυμος να βοηθήσει τους άλλους.



























