Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
penny-pinching
01
τσιγκούνης, φιλάργυρος
(of a person) unwilling to spend money
Παραδείγματα
Sarah's penny-pinching ways have allowed her to save a substantial amount of money over the years.
Οι τσιγκούνικες συνήθειες της Σάρα της επέτρεψαν να εξοικονομήσει ένα σημαντικό ποσό χρημάτων με τα χρόνια.
The company implemented penny-pinching measures to reduce unnecessary expenses and increase profitability.
Η εταιρεία εφάρμοσε τσιγκούνικα μέτρα για τη μείωση των περιττών δαπανών και την αύξηση της κερδοφορίας.
Penny-pinching
01
τσιγκουνιά, φιλαργυρία
extreme care in spending money; reluctance to spend money unnecessarily



























