Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pelf
01
πλούτος, χρήματα
an archaic term for money, often used to imply wealth or riches
Παραδείγματα
He accumulated considerable pelf through his various business dealings.
Συσσώρευσε σημαντικό πλούτο μέσω των διαφόρων επιχειρηματικών του συναλλαγών.
The novel depicted characters driven by the pursuit of pelf, leading to moral conflicts.
Το μυθιστόρημα απεικόνιζε χαρακτήρες που οδηγούνταν από την αναζήτηση του λάφυρου, οδηγώντας σε ηθικές συγκρούσεις.



























