Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
axiomatic
01
προφανής, αξιωματικός
clearly true and requiring no explanation
Παραδείγματα
It 's axiomatic that hard work leads to success.
Είναι αξιωματικό ότι η σκληρή δουλειά οδηγεί στην επιτυχία.
Her honesty was so consistent, it became axiomatic.
Η ειλικρίνειά της ήταν τόσο σταθερή που έγινε αξιωματική.
02
αξιωματικός, θεμελιώδης
pertaining to foundational principles or assumptions used as the basis for reasoning or systems
Παραδείγματα
The theory is built on axiomatic logic.
Η θεωρία βασίζεται σε αξιωματική λογική.
Mathematics relies on axiomatic systems to prove theorems.
Τα μαθηματικά βασίζονται σε αξιωματικά συστήματα για την απόδειξη θεωρημάτων.
Λεξικό Δέντρο
axiomatic
axiom



























