LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Awn
/ˈɔːn/
/ˈɔːn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "awn"
Awn
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
slender bristlelike appendage found on the bracts of grasses
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
awlwort
awl-shaped
awl
awkwardness
awkwardly
awn hair
awned
awning
awning deck
awning window
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App