Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
patriotic
01
πατριωτικός
having a strong sense of love, loyalty, and devotion to one's country
Παραδείγματα
He expressed his patriotic pride by displaying the flag on national holidays.
Εξέφρασε την πατριωτική του υπερηφάνεια εμφανίζοντας τη σημαία στις εθνικές γιορτές.
Many citizens feel a patriotic duty to serve in the military and defend their country.
Πολλοί πολίτες αισθάνονται ένα πατριωτικό καθήκον να υπηρετήσουν στο στρατό και να υπερασπιστούν τη χώρα τους.
Λεξικό Δέντρο
patriotically
unpatriotic
patriotic
patriot



























