Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
passionless
01
χωρίς πάθος, απαθής
not passionate
02
χωρίς πάθος, χωρίς συναίσθημα
lacking strong emotions, enthusiasm, or intensity
Παραδείγματα
His passionless speech failed to inspire the audience.
Η άτονη ομιλία του απέτυχε να εμπνεύσει το κοινό.
The relationship felt dull and passionless after years of routine.
Η σχέση φαινόταν βαρετή και χωρίς πάθος μετά από χρόνια ρουτίνας.
Λεξικό Δέντρο
passionless
passion



























