Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to pass up
[phrase form: pass]
01
χάνω, αρνούμαι
to refuse to accept an opportunity or offer
Παραδείγματα
I ca n't believe he passed up the chance to work in Paris.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι απέρριψε την ευκαιρία να δουλέψει στο Παρίσι.
She passed up several job offers because she was waiting for the right fit.
Απέρριψε** πολλές προσφορές εργασίας γιατί περίμενε την κατάλληλη.
02
αγνοώ, παραβλέπω
to overlook something or someone
Παραδείγματα
He passed up the fact that his colleague was struggling and did n't offer help.
Παρέλειψε το γεγονός ότι ο συνάδελφός του αγωνιζόταν και δεν προσέφερε βοήθεια.
We should n't pass up the value of teamwork in this project.
Δεν πρέπει να παραβλέψουμε την αξία της ομαδικής εργασίας σε αυτό το έργο.



























