Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
parky
01
κρύος, παγωμένος
notably cold, often with a dampness that adds to the discomfort
Παραδείγματα
The morning air felt parky, prompting her to grab a sweater before heading out.
Ο πρωινός αέρας ήταν κρύος και υγρός, κάτι που την ώθησε να πάρει ένα πουλόβερ πριν βγει.
It was a parky afternoon, and the children were eager to return home for some hot cocoa.
Ήταν ένα κρύο και υγρό απόγευμα, και τα παιδιά ανυπομονούσαν να γυρίσουν σπίτι για λίγη ζεστή σοκολάτα.



























