Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Parasol
01
παρασόλ, ομπρέλα ηλίου
a type of umbrella designed to provide shade from the sun
Παραδείγματα
She opened her parasol to shield herself from the harsh midday sun.
Άνοιξε την ομπρέλα της για να προστατευτεί από τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο.
The parasol on the patio provided much-needed shade during the summer picnic.
Η ομπρέλα στο αίθριο παρείχε την απαραίτητη σκιά κατά τη θερινή πικνίκ.



























