Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paraplegia
01
παραπληγία
a type of paralysis that affects the legs and the lower body as the result of spinal cord damage
Παραδείγματα
The accident resulted in paraplegia, leaving him unable to walk.
Το ατύχημα είχε ως αποτέλεσμα παραπληγία, αφήνοντάς τον ανίκανο να περπατήσει.
Advances in medical research are aiming to find treatments for paraplegia.
Οι πρόοδοι στην ιατρική έρευνα στοχεύουν στην εύρεση θεραπειών για την παραπληγία.



























