Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
awash
01
πλημμυρισμένος, κατακλυσμένος
physically covered or flooded with water or another liquid
Dialect
British
Παραδείγματα
The streets were awash after the heavy rain.
Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι μετά τη βροχή.
The entire basement was awash due to the burst pipe.
Ολόκληρο το υπόγειο ήταν πλημμυρισμένο λόγω του σπασμένου σωλήνα.
02
πλημμυρισμένος, κατακλυσμένος
filled or overwhelmed with a large amount of something
Dialect
British
Παραδείγματα
Her mind was awash with worry.
Το μυαλό της ήταν γεμάτο ανησυχία.
The market is awash with cheap imports.
Η αγορά είναι πλημμυρισμένη με φθηνά εισαγόμενα προϊόντα.



























