Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pallidness
01
χλωμότητα, ωχρότητα
unnatural lack of color in the skin (as from bruising or sickness or emotional distress)
Λεξικό Δέντρο
pallidness
pallid
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χλωμότητα, ωχρότητα
Λεξικό Δέντρο