Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
avariciously
01
πλεονεκτικά, απληστώς
in a way that shows an extreme or insatiable desire for wealth or gain
Παραδείγματα
The king taxed his people avariciously to fund his luxurious lifestyle.
Ο βασιλιάς avariciously φορολόγησε τον λαό του για να χρηματοδοτήσει τον πολυτελή τρόπο ζωής του.
She avariciously snatched up properties across the city during the housing crisis.
Αυτή άπληστα άρπαξε ακίνητα σε όλη την πόλη κατά τη διάρκεια της στέγασης κρίσης.
Λεξικό Δέντρο
avariciously
avaricious
avarice



























