LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Padder
/pˈadə/
/pˈædɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "padder"
Padder
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a highwayman who robs on foot
word family
pad
pad
Verb
padder
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
padded cell
padded
padda
padauk
pad the bill
padding
paddle
paddle box
paddle brush
paddle doll
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App