Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Packer
01
συσκευαστής, πακετάρισμα
an individual who prepares and packages products for shipment or storage
02
συσκευαστής, χονδρέμπορος στη βιομηχανία συσκευασίας κρέατος
a wholesaler in the meat-packing business
03
πεζοπόρος με σακίδιο, οδοιπόρος με σακίδιο
a hiker who wears a backpack
Λεξικό Δέντρο
packer
pack



























