Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
packaged
01
συσκευασμένος, τυλιγμένος
enclosed in a package or protective covering
Λεξικό Δέντρο
prepackaged
unpackaged
packaged
package
pack
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συσκευασμένος, τυλιγμένος
Λεξικό Δέντρο