Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Availability
01
διαθεσιμότητα
the state of being able to be used, obtained, or accessed
Παραδείγματα
The availability of fresh produce in the market depends on the season.
Η διαθεσιμότητα των φρέσκων προϊόντων στην αγορά εξαρτάται από την εποχή.
Her availability for the meeting was confirmed for next Tuesday.
Η διαθεσιμότητά της για τη συνάντηση επιβεβαιώθηκε για την επόμενη Τρίτη.
Λεξικό Δέντρο
unavailability
availability
available
avail



























