auxiliary verb
aux
ɔ:k
ωκ
i
ˈsɪ
σι
lia
liə
λια
ry verb
ri vɜ:b
ρι βερμπ
British pronunciation
/ɔːksˈɪliəɹɪ vˈɜːb/

Ορισμός και σημασία του "auxiliary verb"στα αγγλικά

Auxiliary verb
01

βοηθητικό ρήμα

a verb that is used with other verbs to indicate tense, voice, etc., such as do, have, and be
Wiki
example
Παραδείγματα
The teacher explained that auxiliary verbs like ' have' and ' will' help to form different tenses and aspects.
Ο δάσκαλος εξήγησε ότι τα βοηθητικά ρήματα όπως 'have' και 'will' βοηθούν στο σχηματισμό διαφορετικών χρόνων και όψεων.
Auxiliary verbs are essential in forming perfect tenses, as in ' They have finished their homework.
Τα βοηθητικά ρήματα είναι απαραίτητα για το σχηματισμό των τετελεσμένων χρόνων, όπως στο 'Έχουν τελειώσει την εργασία τους'.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store