Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
autumnal
01
φθινοπωρινός, χαρακτηριστικός του φθινοπώρου
of or characteristic of or occurring in autumn
02
φθινοπωρινός, σχετικός με την ωριμότητα και τη μέση ηλικία
relating to maturity and middle life
Λεξικό Δέντρο
autumnal
autumn



























