autumnal
au
ɔ
ο
tum
ˈtəm
ταμ
nal
nəl
ναλ
British pronunciation
/ˈɔːtʌmnə‍l/

Ορισμός και σημασία του "autumnal"στα αγγλικά

01

φθινοπωρινός, χαρακτηριστικός του φθινοπώρου

of or characteristic of or occurring in autumn
02

φθινοπωρινός, σχετικός με την ωριμότητα και τη μέση ηλικία

relating to maturity and middle life
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store