LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ox-eyed
/ˈɒksˈaɪd/
/ˈɑːksˈaɪd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "ox-eyed"
ox-eyed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having large round eyes like those of an ox
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ox
ownership
ownerless
owner-occupier
owner-occupied
ox-eyed daisy
oxacillin
oxalacetate
oxalacetic acid
oxalate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App