Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Overachiever
01
υπερπροσδιοριστής, προικισμένος μαθητής
a student who attains higher standards than the IQ indicated
02
υπερβολικά επιτυχημένος, εργομανής
a person who gains success beyond what is expected or normal, often in a way that makes them exhausted
Παραδείγματα
The overachiever always finishes projects ahead of schedule.
Ο υπερβολικός επιτυχημένος πάντα ολοκληρώνει τα έργα πριν από το χρονοδιάγραμμα.
She was labeled an overachiever for excelling in both academics and sports.
Τιτλοφορήθηκε ως υπερβολική επιτυχίας για την αριστεία της τόσο στα ακαδημαϊκά όσο και στα αθλήματα.
Λεξικό Δέντρο
overachiever
achiever
achieve



























