LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Outstroke
/aʊtstɹˈəʊk/
/aʊtstɹˈoʊk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "outstroke"
Outstroke
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the stroke of an engine piston moving toward the crankshaft
word family
out
stroke
outstroke
outstroke
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
outstrip
outstretched
outstay welcome
outstay
outstation
outtake
outthrust
outturn
outvie
outvote
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App