Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Outpatient
01
ασθενής εξωτερικού ιατρείου, εξωτερικός ασθενής
a patient who receives treatment in a hospital but does not remain there afterward
Παραδείγματα
The outpatient arrived at the clinic for a follow-up appointment after his surgery.
Ο ασθενής εξωτερικού ιατρείου έφτασε στην κλινική για ένα ραντεβού παρακολούθησης μετά την εγχείρισή του.
Outpatients often appreciate the convenience of receiving medical care without staying overnight in the hospital.
Οι ασθενείς εξωτερικού ιατρείου συχνά εκτιμούν την ευκολία της λήψης ιατρικής φροντίδας χωρίς να διανυκτερεύουν στο νοσοκομείο.
Λεξικό Δέντρο
outpatient
out
patient



























