LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Orthodox jew
/ˈɔːθədˌɒks dʒˈuː/
/ˈɔːɹθədˌɑːks dʒˈuː/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "orthodox jew"
Orthodox jew
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
Jew who practices strict observance of Mosaic law
word family
orthodox jew
orthodox jew
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
orthodox church
orthodox catholic church
orthodox
orthodonture
orthodontist
orthodox sleep
orthodox stance
orthodoxy
orthoepist
orthoepy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App