Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Orthodontist
01
ορθοδοντικός, ειδικός ορθοδοντικής
a dentist who specializes in the correction, etc. of the position of teeth
Παραδείγματα
She visited the orthodontist regularly to adjust her braces and track the progress of her teeth alignment.
Επισκεπτόταν τακτικά τον ορθοδοντικό για να ρυθμίσει τα σιδεράκια της και να παρακολουθήσει την πρόοδο της ευθυγράμμισης των δοντιών της.
The orthodontist recommended a treatment plan to straighten his son's teeth and improve his bite.
Ο ορθοδοντικός συνέστησε ένα σχέδιο θεραπείας για να ισιώσει τα δόντια του γιου του και να βελτιώσει την δάγκωσή του.



























