Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Orthodontics
01
ορθοδοντική, στοματογναθοπροσωπική ορθοπεδική
the branch of dentistry concerned with irregularities and improper positioning of teeth and jaws
Λεξικό Δέντρο
orthodontics
orthodont
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ορθοδοντική, στοματογναθοπροσωπική ορθοπεδική
Λεξικό Δέντρο