Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Originality
01
πρωτοτυπία
the skill of being able to come up with unique and innovative ideas or actions
Παραδείγματα
Her originality in solving complex problems made her stand out at work.
Η πρωτοτυπία της στην επίλυση πολύπλοκων προβλημάτων την έκανε να ξεχωρίζει στη δουλειά.
The company encourages originality among its employees to drive innovation.
Η εταιρεία ενθαρρύνει την πρωτοτυπία μεταξύ των υπαλλήλων της για να προωθήσει την καινοτομία.
02
πρωτοτυπία
the quality or state of being new, creative, and unique, not copied from another thing
Λεξικό Δέντρο
unoriginality
originality
original
origin



























