Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Organist
01
οργανοπαίκτης, μουσικός που παίζει όργανο
a musician who plays the organ
Παραδείγματα
The organist performed a stunning piece during the church service.
Ο οργανίστας εκτέλεσε ένα εντυπωσιακό κομμάτι κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
She has been the lead organist at the cathedral for over a decade.
Είναι η κύρια οργανίστρια του καθεδρικού ναού για περισσότερο από μια δεκαετία.
Λεξικό Δέντρο
organist
organ



























