Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
opaque
01
αδιαφανής
(of an object) blocking the passage of light and preventing objects from being seen through it
Παραδείγματα
The opaque curtains blocked out all sunlight from entering the room.
Οι αδιαφανείς κουρτίνες απέκλεισαν όλο το φως του ήλιου από το να μπει στο δωμάτιο.
The jar had an opaque lid, concealing its contents from view.
Το βάζο είχε ένα αδιαφανές καπάκι, κρύβοντας τα περιεχόμενά του από την όψη.
02
ασαφής, θολός
lacking clarity in meaning or expression
Παραδείγματα
The instructions for the project were so opaque that no one knew how to begin.
Οι οδηγίες για το έργο ήταν τόσο ασαφείς που κανείς δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει.
His reasoning was opaque, leaving the audience confused about his conclusions.
Η συλλογιστική του ήταν αδιαφανής, αφήνοντας το κοινό σε σύγχυση σχετικά με τα συμπεράσματά του.
Λεξικό Δέντρο
opaquely
opaqueness
semiopaque
opaque



























