Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
on-stage
01
στη σκηνή, σχετικός με τη σκηνή
relating to or occurring on the part of a stage that is visible to the audience
Παραδείγματα
The actor suffered a minor injury during an on-stage accident last night.
Ο ηθοποιός υπέστη ένα ελαφρύ τραυματισμό κατά τη διάρκεια ενός ατυχήματος στη σκηνή χθες το βράδυ.
Her on-stage presence captivated the entire audience.
Η παρουσία της στη σκηνή γοήτευσε όλο το κοινό.
onstage
01
στη σκηνή, πάνω στη σκηνή
on or onto the stage where the audience can see
Παραδείγματα
She walked onstage to a burst of applause from the crowd.
Περπάτησε στη σκηνή μέσα σε μια έκρηξη χειροκροτημάτων από το πλήθος.
The magician suddenly appeared onstage in a puff of smoke.
Ο μάγος εμφανίστηκε ξαφνικά στη σκηνή σε μια ντουζίνα καπνού.



























