Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
on-street
01
στον δρόμο, οδικός
located or occurring on a public street
Παραδείγματα
They parked their car on the on-street parking space.
Παρκάρισαν το αυτοκίνητό τους στον δρόμο χώρο στάθμευσης.
She enjoyed dining at the on-street café.
Απόλαυσε το δείπνο στο καφέ στον δρόμο.



























