Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
on purpose
01
εκούσια, σκοπίμως
in a way that is intentional and not accidental
Παραδείγματα
She spilled the ink on the paper on purpose to create an artistic effect.
Έχυσε το μελάνι στο χαρτί εκούσια για να δημιουργήσει ένα καλλιτεχνικό εφέ.
He ignored the instructions on purpose to test the functionality of the new software.
Αγνόησε σκόπιμα τις οδηγίες για να δοκιμάσει τη λειτουργικότητα του νέου λογισμικού.



























