Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
oleaginous
01
ελαιώδης, λιπαρός
containing an unusual amount of grease or oil
02
λαδερός, κολακευτικός
unpleasantly and excessively suave or ingratiating in manner or speech
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ελαιώδης, λιπαρός
λαδερός, κολακευτικός