Oleo
volume
British pronunciation/ˈəʊlɪˌəʊ/
American pronunciation/ˈoʊɫiˌoʊ/

Ορισμός και Σημασία του "oleo"

01

a spread made chiefly from vegetable oils and used as a substitute for butter

oleo definition and meaning
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store