Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
old-hat
01
ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος
out of fashion
02
κλισέ, ξεπερασμένος
repeated too often; overfamiliar through overuse
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος
κλισέ, ξεπερασμένος