Oilman
volume
British pronunciation/ˈɔ‍ɪlmən/
American pronunciation/ˈɔɪɫˌmæn/

Ορισμός και Σημασία του "oilman"

01

a worker who produces or sells petroleum

02

a person who owns or operates oil wells

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store