LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Oiliness
/ˈɔɪlinəs/
/ˈɔɪlinəs/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "oiliness"
Oiliness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
consisting of or covered with oil
02
smug self-serving earnestness
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oilfish
oilfield
oiler
oiled
oilcloth
oilman
oilpaper
oilrig
oilseed
oilskin
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App