Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
off-street
01
εκτός δρόμου, όχι στον κύριο δρόμο
not on a public street; typically refers to parking or facilities located away from the main road
Παραδείγματα
They found off-street parking behind the building.
Βρήκαν πάρκινγκ εκτός δρόμου πίσω από το κτίριο.
She preferred off-street parking for its convenience.
Προτιμούσε το πάρκινγκ εκτός δρόμου για την ευκολία του.



























