Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
oceanic
01
ωκεάνιος, θαλάσσιος
associated with or occurring in the open ocean
Παραδείγματα
The oceanic currents play a crucial role in regulating global climate.
Τα ωκεάνια ρεύματα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση του παγκόσμιου κλίματος.
Oceanic ecosystems support a diverse array of marine life.
Τα ωκεάνια οικοσυστήματα υποστηρίζουν μια ποικιλία θαλάσσιας ζωής.
02
ωκεάνιος, πελαγικός
constituting or living in the open sea
03
ωκεάνιος, τεράστιος σαν τον ωκεανό
having the vast extent or degree characteristic of the ocean
Παραδείγματα
The desert stretched out in an oceanic expanse of sand and dunes.
Η έρημος εκτεινόταν σε μια ωκεάνια έκταση άμμου και αμμόλοφων.
Her eyes revealed an oceanic depth of sorrow, hinting at years of unspoken grief.
Τα μάτια της αποκάλυπταν μια ωκεάνια βάθος θλίψης, υπαινισσόμενα χρόνια ανείπωτης θλίψης.
Oceanic
01
ωκεάνιος, ωκεάνιες γλώσσες
an eastern subfamily of Malayo-Polynesian languages
Λεξικό Δέντρο
suboceanic
oceanic
ocean



























